- διαγνωστική
- ηβλ. διαγνωστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαγνωστικῇ — διαγνωστικός able to distinguish fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγνωστική — διαγνωστικός able to distinguish fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκροψία — Διαγνωστική έρευνα που γίνεται από ειδικευμένους γιατρούς σε νεκρό σώμα για να διαπιστωθούν τα αίτια του θανάτου, είτε για καθαρώς διαγνωστικούς σκοπούς είτε για ιατροδικαστικούς, όταν υπάρχει υπόνοια ότι ο θάνατος του ατόμου οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
αιματοδιαγνωστική — Διαγνωστική μέθοδος που βασίζεται στην επιστημονική εξέταση του αίματος. Χρήσιμα διαγνωστικά στοιχεία για τον σκοπό αυτό προσφέρει η έρευνα των φυσικών ιδιοτήτων του αίματος ως προς το χρώμα και την πηκτικότητα (την ταχύτητα δηλαδή και τον τρόπο… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
διάγνωση — Η διαδικασία που ακολουθείται για την αναγνώριση της νόσου από την οποία πάσχει κάποιος. Σε κάθε περίπτωση, οι γνώσεις, η πείρα και η οξύνοια του γιατρού συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάλυση και εκτίμηση των δεδομένων, καθώς και της σχέσης που… … Dictionary of Greek
μεταβολισμός — Το σύνολο των βιοχημικών διεργασιών που επιτελούνται από έναν οργανισμό. Διακρίνονται σε αντιδράσεις αφομοίωσης και σύνθεσης (αναβολισμός) και σε αντιδράσεις αποικοδόμησης (καταβολισμός) των οργανικών ουσιών. Ο αναβολισμός συνίσταται στην ένωση… … Dictionary of Greek
υπερηχογραφία — (Ιατρ.). Διαγνωστική μέθοδος που χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα υψηλής συχνότητας. Στη μαιευτική, οι εφαρμογές της ηχογραφίας είναι αρκετά πρόσφατες και επιτρέπουν στο γυναικολόγο να ελέγξει την εξέλιξη της κύησης από την αρχή της μέχρι τον τοκετό,… … Dictionary of Greek
τεστ ψυχολογικά — Ειδικές ψυχοδιαγνωστικές μέθοδοι, δηλαδή ιδιαίτεροι τύποι ψυχολογικής εξέτασης, που εφαρμόζονται στον άνθρωπο και κατ’ εξαίρεση και σε ζώα. Η αρχή στην οποία βασίζονται τα ψυχολογικά τεστ είναι πολύ απλή. Ο εξεταστής υποβάλλει έναν ή… … Dictionary of Greek
Cyprus College — Established 1961 Type Private College Students 3,500 … Wikipedia